Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η κατοχή

  • 1 владение

    ουδ.
    1. κατοχή, κυριότητα•

    -имуществом κατοχή περιουσίας•

    владение оружием κατοχή όπλου.

    2. παλ. κτήμα, κτηματική γη, γαιοκτησία,τα κτήματα.
    3. κτήση•

    колониальные -я αποικιακές κτήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > владение

  • 2 оккупация

    оккупация ж η κατοχή, η κατάχτηση
    * * *
    ж
    η κατοχή, η κατάχτηση

    Русско-греческий словарь > оккупация

  • 3 обладание

    ουδ.
    κατοχή, κτήση•

    обладание источниками сырья κατοχή πηγών πρώτων υλών.

    Большой русско-греческий словарь > обладание

  • 4 оккупировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. καταχτώ, κάνω κατοχή.
    καταχτιέμαι, είμαι υπο κατοχή.

    Большой русско-греческий словарь > оккупировать

  • 5 обладание

    обладание
    с в разн. знач. ἡ κατοχή, ἡ κτήση [-ις], ἡ ἀπόκτηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > обладание

  • 6 оккупация

    оккуп||ация
    ж ἡ κατοχή.

    Русско-новогреческий словарь > оккупация

  • 7 оккупировать

    оккуп||и́ровать
    сов и несов κάνω κατοχή, καταλαμβάνω.

    Русско-новогреческий словарь > оккупировать

  • 8 обладание

    [αμπλαντάνιιε] ουσ. ο. κτήση, κατοχή

    Русско-греческий новый словарь > обладание

  • 9 оккупация

    [*][ακκουπάτσυγια) οοσ. θ. κατοχή

    Русско-греческий новый словарь > оккупация

  • 10 обладание

    [αμπλαντάνιιε] ουσ ο κτήση, κατοχή

    Русско-эллинский словарь > обладание

  • 11 оккупация

    [*][ακκουπάτσυγια) ουσ θ κατοχή

    Русско-эллинский словарь > оккупация

  • 12 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 13 домовладение

    ουδ.
    κατοχή (ιδιοκτησία).σπιτιού.

    Большой русско-греческий словарь > домовладение

  • 14 нахватать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахватанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. παίρνω, πιάνω, αρπάζω. || μτφ. αγκαλιάζω, αποκτώ, παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι.
    2. μτφ. αφομοιώνω πολλά τυχαία ή επιφανειακά, πάσσαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нахватать

  • 15 оккупация

    θ.
    η κατοχή•

    во время немецкой -и τον καιρό της γερμανικής κατοχής.

    Большой русско-греческий словарь > оккупация

  • 16 плен

    -а, προθτ. о плене, в плену α.
    1. αιχμαλωσία, -ώτιση, -σμός•

    взять в плен αιχμαλωτίζω•

    попасть в плен αιχμαλωτίζομαι•

    нэхо-диться в -у είμαι (βρίσκομαι) αιχμάλωτος, σε αιχμαλωσία.

    2. μτφ. κυρίευση, κατοχή, κυριαρχία•

    освободиться от -а предрассудков, απελευτερώνομαι από την κυριαρχία των προλήψεων.

    Большой русско-греческий словарь > плен

  • 17 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 18 содержание

    ουδ.
    1. συντήρηση•

    содержание семьи συντήρηση της οικογένειας.

    2. διατήρηση, κατοχή•

    содержание трактиры διατήρηση καπηλειού..

    διαφύλαξη•

    надзор за -ем памятников επίβλεψη για τη διατήρηση των μνημείων.

    3. μισθός, αποδοχές: годовое содержание οι ετήσιες αποδοχές•

    отпуск без -я άδεια χωρίς αποδοχές.

    || χορήγηση χρημάτων•

    ремонтное содержание χορήγηση χρημάτων για επισκευή.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιεχόμενο•

    содержание чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας•

    без никакого -я χωρίς κανένα περιεχόμενο•

    содержание книги το περιεχόμενο του βιβλίου•

    содержание разговора το περιεχόμενο της συνομιλίας..

    ύπαρξη•

    содержание сахара в свекле ύπαρξη ζάχαρης στο τεύτλο.

    Большой русско-греческий словарь > содержание

  • 19 содержать

    ρ.δ.μ.
    1. συντηρώ, διατρέφω•

    семью συντηρώ την οικογένεια.

    || εξασφαλίζω με μέσα.
    2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•

    содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.

    3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.
    4. κρατώ, τρέφω•

    кроликов τρέφω κουνέλια.

    || διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,
    5. περιορίζω την ελευθερία•

    содержать под арестом έχω υπο κράτηση•

    содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.

    6. περιέχω•

    овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.

    1. συντηρούμαι, ζω.
    2. κρατιέμαι, τηρούμαι•

    всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.

    3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.
    4. χωρώ•

    в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.

    5. είμαι κρατούμενος•

    содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.

    6. περιέχομαι, ενυπάρχω•

    в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.

    Большой русско-греческий словарь > содержать

См. также в других словарях:

  • κατοχή — holding fast fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • κατοχή — η 1. κυριότητα, ιδιοκτησία: Έχει την κατοχή σ όλες αυτές τις εκτάσεις. 2. κατάκτηση ξένης χώρας με πόλεμο: Η κατοχή της χώρας μας από τους Γερμανούς ήταν καταστροφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κατοχή — Sp Katòchė Ap Κατοχή/Katochi L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κατοχῇ — κατοχῆι , κατοχεύς holder masc dat sg (epic ionic) κατοχή holding fast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχῆ — κατοχεύς holder masc nom/voc/acc dual κατοχεύς holder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχαῖς — κατοχή holding fast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχαί — κατοχή holding fast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχᾷ — κατοχή holding fast fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχῇσι — κατοχή holding fast fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχήν — κατοχή holding fast fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»